ὑσαλιβάτης

ὑσαλιβάτης
ὑσαλιβάτης·
A

ὃ Σκύθαι ἀλίμματι χρῶνται στέατι μοσχείῳ καὶ αἰγείῳ Theognost.Can.24

: cf. ὗς· ἀλείφαβοῦς· οἱ γὰρ Σκύθαι ἀλείματι χρῶνται ὑείῳ καὶ μοσχίῳ στέατι, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υσαλιβάτης — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὃ Σκύθαι ἀλίμματι χρῶνται στέατι μοσχείῳ καὶ αἰγείω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”